χρυσωπός

χρυσωπός
-ή, -ό / χρυσωπός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. θηλ. χρυσῶπις, -ώπιδος, Α
αυτός που έχει λαμπερή εμφάνιση ή χρώμα χρυσοκίτρινο («τὸ περὶ τὴν κόμην χρυσωπόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χρυσωπός
ζωολ. γένος νευρόπτερων εντόμων με πρασινωπά ή χρυσίζοντα χρώματα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει χρυσά μάτια ή όψη που λάμπει σαν το χρυσάφι («θερμὰν ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. το ψάρι χρύσοφρυς
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσῶπις
α) προσωνυμία τής Λητούς
β) είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + -ωπός*. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysopa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσωπός — χρῡσωπός , χρυσωπός with golden eyes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσωπός — ή, ό αυτός που έχει χρυσή όψη, χρυσοκίτρινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσωπόν — χρῡσωπόν , χρυσωπός with golden eyes masc/fem acc sg χρῡσωπόν , χρυσωπός with golden eyes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • χρυσώπης — ὁ, Α χρυσωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώπης (< θ. οπ τού όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσώπις — ώπιδος, ἡ, Α βλ. χρυσωπός …   Dictionary of Greek

  • χρυσώψ — ῶπος, ὁ, Α χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] …   Dictionary of Greek

  • χρύσωπο — το, Ν [χρυσωπός] είδος κομμεορητίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”